καλοπόδαρος

καλοπόδαρος
η , ο приносящий счастье, удачу

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "καλοπόδαρος" в других словарях:

  • καλοπόδαρος — η, ο αυτός που έχει καλό ποδαρικό, τυχερός: Σήμερα έκανα καλές δουλειές, γιατί μπήκε στο κατάστημά μου το πρωί ο γιατρός, που είναι καλοπόδαρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλοπόδαρος — η, ο (για πρόσ.) 1. αυτός που έχει καλό ποδαρικό, που το πέρασμά του ή η είσοδός του κάπου φέρνει καλή τύχη, τυχερός, γουρλίδικος 2. (για τη μοίρα) τυχερή, καλότυχη («ας είναι καλοπόδαρο πολλά το ριζικό σας», Φορτουν.) …   Dictionary of Greek

  • καλοπόδινος — καλοπόδινος, ον (Μ) καλοπόδαρος*, με καλό ποδαρικό. επίρρ... καλοποδίνως (Μ) με ευοίωνο τρόπο, ευτυχώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + πούς, ποδός + κατάλ. ινος] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»